ἐπικαταφορᾷ

ἐπικαταφορᾷ
ἐπικαταφορά
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπικαταφορά — ἐπικαταφορά̱ , ἐπικαταφορά fem nom/voc/acc dual ἐπικαταφορά̱ , ἐπικαταφορά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαταφορά — ἐπικαταφορά, ἡ (Α) αστρολ. ονομασία τού όγδοου τόπου, δηλ. μιας θέσεως πάνω στον ζωδιακό κύκλο, αλλιώς επικατάδυσις* …   Dictionary of Greek

  • επικαταφέρω — ἐπικαταφέρω (Α) 1. εκσφενδονίζω επί πλέον από πάνω προς τα κάτω 2. παθ. ἐπικαταφέρομαι πέφτω πάνω σε κάποιον 3. παθ. (για τα άστρα) ακολουθώ τον ήλιο 4. παθ. καταντώ, οδηγούμαι κατ’ ανάγκην στη χρησιμοποίηση μιας εκφράσεως 5. (το ουδ. τής μτχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”